μικροκοίλιος

μικροκοίλιος
μικροκοίλιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μικρή κοιλιά
2. αυτός που έχει μικρή εσωτερική διώρυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)*- + κοιλία (πρβλ. μεγαλο-κοίλιος, νευρο-κοίλιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μικροκοιλιώτατοι — μικροκοίλιος with small ventricle masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροκοίλια — μικροκοίλιος with small ventricle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”